- βασανιστρια
- βασανίστριαβᾰσᾰνίστριαἥ исследовательница, испытательница
(ἐπῶν β. γλῶσσα Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπῶν β. γλῶσσα Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βασανίστρια — examiner fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανιστής — ο (θηλ. βασανίστρια και στρα, η) (AM βασανιστής, ο, θηλ. βασανίστρια, η) [βασανίζω] αυτός που βασανίζει αρχ. 1. αυτός που εξετάζει κάτι λεπτομερώς 2. ο δεσμοφύλακας … Dictionary of Greek
βασανιστής — ο θηλ. βασανίστρια αυτός που υποβάλλει κάποιον σε βασανιστήρια, που τον κακοποιεί: Οι βασανιστές του αθωώθηκαν μετά τη δίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)